κατάφρακτα

κατάφρακτα
κατάφρακτος
covered
neut nom/voc/acc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταφράκτας — καταφράκτᾱς , καταφράκτης coat of mail masc acc pl καταφράκτᾱς , καταφράκτης coat of mail masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάφραχτος — και κατάφρακτος, η, ο (AM κατάφρακτος, ον, Α αττ. τ. και κατάφαρκτος, ον) [καταφράσσω] 1. αυτός που είναι φραγμένος από παντού, περίφρακτος, περίκλειστος 2. (για ιππείς και για άλογα) αυτός που έφερε πανοπλία, καταφράκτη*, δηλ. θώρακα και άλλα… …   Dictionary of Greek

  • βατσέλο ή βασέλο — (ιταλ. bascello). Κοινή ονομασία που χρησιμοποιούσαν οι ναυτικοί κατά τον 18o και 19o αι. για τα κατάφρακτα πλοία, δηλαδή τα δίκροτα και τα τρίκροτα. β. δελίνι (ιταλ. bascello de linea). Έτσι ονομαζόταν το μεγάλο πολεμικό πλοίο της γραμμής. β.… …   Dictionary of Greek

  • κατάφρακτοι — Στρατιώτες του ιππικού κατά την αρχαιότητα. Ήταν θωρακισμένοι –όπως τα άλογά τους– με ειδικές μεταλλικές φολίδες και με κλειστές από παντού περικεφαλαίες, οι οποίες δεν άφηναν παρά μικρά ανοίγματα για τα μάτια και το στόμα. Τέτοιους θώρακες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”